προλεταριακός

προλεταριακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προλεταριάτο (βλ. λ.): Προλεταριακή επανάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προλεταριακός — ή, ό, Ν [προλετάριος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο προλεταριάτο ή στον προλετάριο («προλεταριακή συνείδηση») 2. φρ. α) «προλεταριακή λογοτεχνία» όρος που χρησιμοποιείται για συγγραφείς και λογοτεχνικά έργα, κυρίως μυθιστορήματα και… …   Dictionary of Greek

  • μπολσεβικισμός — Θεωρία και διδασκαλία της πλειοψηφίας της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο μ. πήρε την υλική του υπόσταση στο προλεταριακό κόμμα νέου τύπου, που ίδρυσε ο B.I. Λένιν. Ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται το 1903, τότε… …   Dictionary of Greek

  • προλεταριάτο — Στην αρχαία Ρώμη προλετάριοι (proletari) ονομάζονταν εκείνοι που δεν είχαν άλλη περιουσία και άλλη συμβολή προς την πολιτεία εκτός από τους απογόνους τους (proles). Οι προλετάριοι αποτελούσαν την τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω από τις 5 τάξεις… …   Dictionary of Greek

  • Σόμπαρτ, Βέρνερ — (Sombart). Γερμανός οικονομολόγος και κοινωνιολόγος (Ερμσλέμπεν αμ Χαρτς, Σαξονία 1863 Βερολίνο 1941). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Μελετητής του Μαρξ, επηρεάστηκε από το Σμόλερ και το Σίμελ. Με βάση τη διάκριση του Σίμελ μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”